Η πρώτη αναστύλωση του Παρθενώνα κόστισε 72 χιλιάδες δραχμές

Τον Ιανουάριο του 1929 η εφημερίδα «Ακρόπολις» δημοσιεύει ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο σχετικά με τις εργασίες αναστύλωσης και στερέωσης του Παρθενώνα κατά τη διάρκεια εκατό ετών.



Έχει μεγάλη σημασία αυτό το αφιέρωμα διότι αναφέρεται στις πρώτες ενέργειες που έγιναν ώστε να σωθεί το μνημείο αυτό που αποτελεί σύμβολο για την Ιστορία της Ελλάδας και φυσικά αφορά όλη την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά.

Το αφιέρωμα αρχίζει από το 1834 όταν έγιναν οι πρώτες συντονισμένες ενέργειες προκειμένου να υποστηριχτεί ο Παρθενώνας και παράλληλα ανακαλύφθηκαν και άλλα μνημεία από την αρχαία Ελληνική ιστορία.

Όπως διαβάζουμε στο ρεπορτάζ: Το πρώτο μέλημα της Ελλάδας όταν συστάθηκε σε Ανεξάρτητο Κράτος ήταν να εγκρίνει το ποσό των 72 χιλιάδων δραχμών (οι νεότεροι διαβάστε εδώ περί δραχμής) για την αναστύλωση του Παρθενώνα. Ήταν ένα ποσό τεράστιο για την εποχή και για την κατάσταση που βρισκόταν το νεοσύστατο Κράτος.

Η αλήθεια είναι ότι η εκκαθάριση της Ακροπόλεως από οτιδήποτε θύμιζε τον κατακτητή, θεωρήθηκε σύμβολο ελευθερίας και ανάστασης απ’ όλο το Έθνος. Τον Σεπτέμβριο του 1834, ο Βασιλιάς Όθωνας ταξίδεψε από το Ναύπλιο στην Αθήνα προκειμένου να παραστεί σε μια επιβλητική τελετή στη διάρκεια της οποίας ο Βαυαρός αρχιτέκτονας Λέο Φον Κλενζ αποκατέστησε στη θέση του το σπόνδυλο ενός πεσμένου κίονα που έφεραν στο φως οι διεξαχθείσες ανασκαφές.

Από τότε οι εργασίες για την αναστύλωση διαφόρων μνημείων του Παρθενώνα αλλά και της εκκαθάρισης της Ακρόπολης έγιναν τακτικές. Με κάποιες μικρές διακοπές το 1836 όταν καταρρίφθηκε το τείχος που υπήρχε μπροστά από τα Προπύλαια και στα θεμέλια του οποίου βρέθηκαν πολύ ενδιαφέρουσες επιγραφές και κομμάτια μαρμάρινα του Ναούτης Απτέρου Νίκης τον οποίο είχαν καταρρίψει το 1680 οι Οθωμανοί προκειμένου να τοποθετήσουν τα πυροβόλα τους.

Με τα κομμάτια αυτά άρχισε από τον Ρος η αναστύλωση του αριστουργηματικού μνημείου. (Παρεμπιπτόντως τα γλυπτά των παραστάσεων λείπουν αφού τα πήρε ο Έλγιν κι εκτίθενται πλέον στο Βρετανικό Μουσείο).

Το 1837 συστάθηκε η Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία η οποία και ανέλαβε την ανόρθωση του Ερεχθείου κι από το 1841 την αναστύλωση του Παρθενώνα.

Αναστυλώθηκαν δύο κίονες της βόρειας πρόσοψης του Παρθενώνα και από το 1842 ως το 1844 άλλοι δύο μέχρι του έβδομου και όγδοου σπονδύλου. Από το 1845 ως το 1846 με δαπάνη του Γάλλου Πρέσβη στην Αθήνα, Πισκατορί κλήθηκε ο συμπατριώτης του αρχιτέκτονας, Πακάρ προκειμένου να αναστυλώσει το περιστύλιο των Καρυάτιδων.

To ρεπορτάζ της εφημερίδας ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ τον Ιανουάριο του 1929

Το 1850 ανασυνετέθη το άνω μέρος της μαρμάρινης κλίμακας των Προπυλαίων και το 1856 ο Γάλλος Μπολό με τις ανασκαφές του ανακάλυψε και το κάτω μέρος της κλίμακας. Όπως επίσης την είσοδο και τους δύο πύργους που βρίσκονται κάτω από την είσοδο της Ακροπόλεως.

Το 1875 καταρρίφθηκε και ο φραγκικός πύργος που είχε κτιστεί προ των Προπυλαίων και έκανε πολύ άσχημα την εικόνα όλης της περιοχής. Στο εξωτερικό έγινε μεγάλο θέμα αλλά ο μεγάλος αρχιτέκτονας Λύσσανδρος Καυταντζόγλου κατάφερε να τους πείσει, παρουσιάζοντας ακλόνητα επιχειρήματα, για την ανάγκη κατεδάφισης του πύργου.

Από το 1885 ως το 1890 έγιναν ανασκαφές ευρείας έκτασης από τον Καββαδία όταν και βρέθηκαν τα κυριότερα μαρμάρινα μνημεία της Ακρόπολης όπως επίσης και τα 14 αγάλματα, που είναι ανεκτίμητος θησαυρός τέχνης παγκοσμίως

Μετά το σεισμό του 1894 ήταν επιβεβλημένη η στερέωση του Παρθενώνα και κλήθηκαν οι τρεις μεγαλύτεροι αρχιτέκτονες του κόσμου: Ο Άγγλος Πένροζ, ο Γάλλος Μανιέ και ο Γερμανός Ντουρμ ώστε να αποφανθούν σχετικά αφού το μνημείο κινδύνευε με ολοσχερή καταστροφή.

Αποφάσισαν ότι τα κατεστραμμένα τμήματα του ναού έπρεπε να αντικατασταθούν και να στερεωθεί το όλο μνημείο, ειδικά κάποια μέρη.

Καταρτίστηκε μια επιτροπή όπου συμμετείχαν όλες οι ξένες αρχαιολογικές σχολές της Αθήνας ενώ η διεύθυνση των έργων ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Νικόλαο Μπαλάνο.

Η Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία κατέβαλε τα απαιτούμενα ποσά. Με την έναρξη των εργασιών στερεώθηκαν πέντε κιονόκρανα με νέα τμήματα μαρμάρου κι άλλα ενισχυμένα με ελάσματα σιδήρου στο δυτικό εσωτερικό περιστήλιο.

Επίσης πέντε υποτραχήλια κιονόκρανων και οχτώ κομμάτια του εσωτερικού διαζώματος αντικαταστάθηκαν με νέα μάρμαρα. Ανάλογες εργασίες έγιναν και στην δυτική πρόσοψη αλλά και όπου αλλού χρειαζόταν στο Ναό.

Μέχρι εκείνη την εποχή όλες οι εργασίες (πλην εκείνων της περιόδου 1841-1844) απέβλεπαν στη στερέωση και όχι στην αναστύλωση του μνημείου.

Η αναστύλωση του Ερεχθείου που επιτεύχθηκε στο διάστημα 1902-1908 και των Προπυλαίων έπεισαν τους πάντες για το ότι ήταν εφικτή η αναστύλωση του Παρθενώνα την οποία ανέλαβε ο Νικόλαος Μπαλάνος.

Πάντως εκείνη η αναστήλωση δεν αποσκοπούσε στην αναστήλωση όλου του μνημείου αλλά στην αποσύνδεση και ανόρθωση των καταπεσόντων τμημάτων του ναού.

Τμήματα κιόνων του Παρθενώνα και κομμάτια του επιστύλιου βρίσκονταν στο έδαφος από την εποχή που η βόμβα του Φραντσέσκο Μοροζίνι (Δόγης της Βενετίας) κατέστρεψε το ναό. Με εξαίρεση των μετωπών ελάχιστα τμήματα του ναού έλειπαν: Οχτώ σπόνδυλοι εκ των 42 που χρειάζονταν για την ανόρθωση των κιόνων, δύο κιονόκρανα εκ των οποίων το ένα βρίσκεται ακόμα στο Λονδίνο (αρπαγμένο από τον Έλγιν) και μερικά κομμάτια των επιστυλίων.

Από τους 8 κίονες που είχαν πέσει αναστηλώθηκαν εντελώς οι επτά αφού έγιναν και οι απαραίτητες εργασίες επί των σπονδύλων. Το μάρμαρο χρησιμοποιήθηκε για τα τμήματα που έλειπαν από τα κιονόκρανα και αυτό διότι τα κατεστραμμένα κιονόκρανα της δυτικής πρόσοψης είχαν προηγουμένως συμπληρωθεί από τα μάρμαρα.

Επισκευάστηκε, παίρνοντας μάλιστα τις αρχικές της διαστάσεις (10 μέτρα ύψος και 5 μέτρα πλάτος) η μεγάλη θύρα του Παρθενώνα.

Χάρη στις προσφορές Αμερικάνων φιλότεχνων οι εργασίες στη βόρεια πρόσοψη διεξήχθησαν πολύ γρήγορα. Το γιατί έμειναν ημιτελείς; Δεν είναι λογικό από τη στιγμή κατά την οποία πολλά τμήματα έχουν κλαπεί και βρίσκονται είτε στο Βρετανικό Μουσείο είτε σε άλλα μουσεία του κόσμου;

Παλαιότερα (1 Ιουνίου 2020) είχαμε δημοσιεύσει ένα κείμενο σχετικά με τη λεηλασία των αρχαιοτήτων της Αθήνας κατά την περίοδο του Οθωμανικού ζυγού. Με πηγές που αντλήθηκαν από όσα έγραφε η «Αρχαιολογική Εφημερίς» το 1837 και με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.

Όσο περνούσαν τα χρόνια και οι Έλληνες παρέμεναν υπόδουλοι των Οθωμανών, όλες οι παραδόσεις, όλος ο σεβασμός αλλά και οι κανόνες σχετικά με τις αρχαιότητες της Αθήνας πήγαιναν περίπατο! Σε τέτοιο βαθμό ώστε αφενός μεν καταργήθηκαν οι όποιες απαγορεύσεις σχετικά με την αρπαγή αρχαίων μνημείων, αφετέρου δε οι επερχόμενες γενεές ξεχνούσαν μέχρι και τα ονόματα των μνημείων. Όπως διαβάζουμε άλλωστε στην έρευνα, κατά τον μεσαίωνα ονόμαζαν «Πάνθεον» τον Παρθενώνα, «Οπλοστάσιον του Λυκούργου» τα Προπύλαια, «Τριανταδυό κολώνες» το Ναό του Ηφαίστου στο Θησείο και άλλα πολλά...

Μπορείτε ΕΔΩ να διαβάσετε εκείνο το κείμενο

Ακολουθήστε μας στο Facebook

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Νότιο Σουδάν: Από τα καμπ συγκέντρωσης προσφύγων στην αποθέωση στο Παρίσι

Jarmila Kratochvilova: Πιάστε τη αν μπορείτε!

Το παζλ του πλανήτη: Οι χώρες που έχουν πρόβλημα αναγνώρισης!