Σπύρος Λούης: Έτσι τον φιλοξένησε ο Χίτλερ
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Βερολίνο, το 1936, ο νικητής του μαραθωνίου στην Αθήνα στους πρώτους σύγχρονους αγώνες του 1896, Σπύρος Λούης ήταν επίσημος προσκεκλημένος του χιτλερικού καθεστώτος. Και κατά την επιστροφή του περιέγραψε τις εντυπώσεις του από την άριστη φιλοξενία
«Ακόμα
και ο ίδιος ο Φύρερ δέχτηκε με χαρά και περηφάνια την ελιά από τα χέρια του
απλοϊκού Μαρουσιώτη, που συμβόλιζε την ειρήνη και τη συναδέλφωση των λαών της γης» έγραψε η εφημερίδα ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ. Σε μια φράση
που επειδή εμείς… ξέρουμε τι ακολούθησε λίγα χρόνια μετά, φαντάζει ολίγο
ανατριχιαστική.
Ας διαβάσουμε
λοιπόν πως περιέγραψε ο Λούης τη ναζιστική φιλοξενία.
-Σε
κάποιο τραπέζι που του είχε παραθέσει ο Δήμαρχος Βερολίνου, ο Λούης δεν άγγιζε
τη μπύρα. Όταν τον ρώτησαν γιατί δεν έπινε, απάντησε ότι προτιμούσε μόνο
ρετσίνα αλλά κι ελληνικά τσιγάρα. Μέσα σε τρεις μέρες του έδωσαν ένα κασόνι με ρετσίνα
και άλλο ένα με ελληνικά τσιγάρα!
-Παράλληλα
παραπονέθηκε για τη στάση των Ελλήνων συνοδών της Ολυπιακής Αποστολής στο
Βερολίνο που τον είχαν παρατήσει στην τύχη του. Κι όπως έλεγε αν δεν υπήρχε η
φιλοξενία των Γερμανών συν κάποια δικά του χρήματα, θα περνούσε πολύ άσχημα.
-Οι
Γερμανοί τον πήγαν σε μουσεία, σε ζωολογικούς κήπους, σε θέατρα και
κινηματογράφους, σε επίσημα κέντρα. Είτε με αυτοκίνητο, είτε με σιδηρόδρομο ή
τραμ. Και στο τέλος τον έβαλαν σε ένα αεροπλάνο ώστε να δει από ψηλά το
Βερολίνο και τα προάστια.
-Κάποια
στιγμή τον προσκάλεσε ο Δήμαρχος του Χάλε κι έστειλε ένα αυτοκίνητο φορτωμένο
με φρούτα. Μεγάλα ροδάκινα και σταφύλια.
-Απ΄όπου
περνούσε με τη φουστανέλα του οι ντόπιοι τον αναγνώριζαν και τον
χειροκροτούσαν. Φωνάζοντας «Χάιλ Γκρίκελαντ, Χάιλ Λούης»!
-Οι
γλύπτες στο Βερολίνο τσακώνονταν μεταξύ τους για το ποιος θα έφτιαχνε πρώτος
την προτομή του. «Τσιμπιόμουν για να δω αν είναι αλήθεια όλα αυτά» είπε ο
Λούης. Που τελικά αναγκάστηκε να ποζάρει
στον άντρα μιας Ελληνίδας που πριν πάρει το όνομα του Γερμανού συζύγου της λεγόταν
Βασαλή. Σε είκοσι μέρες, υποσχέθηκε ότι θα έστελνε το άγαλμα στην Αθήνα.
-Και ο
επίλογος: «Πέρασα τόσα κράτη. Πουθενά δε μου έψαξαν τις βαλίτσες. Μόλις ήρθα
εδώ γύρευαν να τις ψάξουν. Μια ώρα με ρωτούσαν στη Θεσσαλονίκη τι έχω στις βαλίτσες
μου. Εμένα που μου έκαναν τόπο όλοι στη Γερμανία για να περάσω, να με ρωτούν
στην Ελλάδα τι έχω στις βαλίτσες μου. Και τι ήμουν; Έμπορος ή τραπεζίτης; Ακόμα
και στη Γερμανία μου έλεγαν οι δικοί μας να φύγω γρήγορα για το Μαρούσι. Γιατί;
Επειδή ζήλευαν τις περιποιήσεις που μου έκαναν. Σας παρακαλώ γράψτε τα όπως τα
λέω».
Ακολουθήστε
μας στο Facebook
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου